- λεωφορείο
- τοπολυθέσιο αυτοκίνητο για τη μεταφορά επιβατών: Κάθε πρωί πηγαίνω στη δουλειά με το λεωφορείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεωφορείο — Όχημα μεγάλου μεγέθους για μαζική μεταφορά επιβατών σε συγκεκριμένες διαδρομές. Το πρώτο λ. ήταν πιθανότατα μία ιππήλατη άμαξα που πραγματοποιούσε διαδρομές στο Παρίσι (1662). Πέρασαν περίπου δύο αιώνες μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο αυτοκινούμενο… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
σταματώ — σταματῶ, άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν [στάμα, ατος] (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον… … Dictionary of Greek
εξπρές — [express] (ως επίθ. «το λεωφορείο το εξπρές», ως ουσ. «το εξπρές») 1. μεταφορικό μέσο (αμαξοστοιχία, λεωφορείο, ταχύπλοο σκάφος) που δεν σταθμεύει καθόλου ή σταθμεύει σε λίγους μόνο σταθμούς κατά τη διαδρομή του από την αφετηρία ώς το τέρμα 2.… … Dictionary of Greek
λεωφορειακός — ή, ό [λεωφορείο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λεωφορείο … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
ΝΑΣΑ — Οργανισμός των ΗΠΑ, που συντονίζει και διευθύνει όλες τις κρατικές έρευνες στο διάστημα. Ο όρος ΝΑΣΑ προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων National Aeronautics and Space Administration που σημαίνει εθνική αεροναυτική και διαστημική υπηρεσία.… … Dictionary of Greek
Vehicle registration plates of Cyprus — The current format Vehicle registration plates of Cyprus are composed of three letters and three numbers (e.g. ABC 123). The exact permitted dimensions of Cypriot number plates are similar to their British counterparts. Currently, characters must … Wikipedia
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia